Οι Πετανοί είναι μια από τις πιο προβεβλημένες παραλίες της Κεφαλονιάς και όχι άδικα. Δεκαπέντε χιλιόμετρα έξω από το Ληξούρι, φθάνεις σε ένα ύψωμα και ξαφνικά μπροστά σου  αντικρίζεις έναν υπέροχο κόλπο. Μετά από τέσσερα χιλιόμετρα κατάβασης μέσα σε ένα καταπληκτικό φυσικό περιβάλλον φθάνεις στην παραλία με τα διάφανα πρασινογάλαζα νερά και την καταπληκτική λευκή αμμουδιά.

Εκεί ξεκινάνε τα βάσανα. Πολλά αυτοκίνητα και ο χώρος για παρκάρισμα περιορισμένος. Καμιά πινακίδα που να πληροφορεί, κανένας να σου πει αν μπορείς να προχωρήσεις κι άλλο και ο δρόμος στενός. Η δυνατότητα αναστροφής δίνεται μόνο αν τερματίσεις το δρόμο και εφόσον βέβαια δεν έχει δεσμευθεί ο χώρος από κανένα απελπισμένο ή αδιάφορο. Αν δε βρεις λοιπόν ελεύθερο χώρο, κάνεις μεταβολή και αρχίζεις να ανεβαίνεις πίσω το δρόμο, παρκάροντας στη μια άκρη του λίγες δεκάδες μέτρα παραπάνω και μετατρέποντας σε μονόδρομο τον – έτσι κι αλλιώς – ήδη στενό δρόμο. Αν θες να γλιτώσεις την ταλαιπωρία, υπάρχει  ένα μεγάλο οικόπεδο κοντά στη θάλασσα, όπου ένας ντόπιος σε περιμένει αραχτός σε μια καρέκλα για να σου πάρει τα 5 ευρώ (χωρίς απόδειξη) προκειμένου να σου επιτρέψει να παρκάρεις στο χώμα. Ο τύπος που είδα εκεί χθες να περιμένει, ήταν ένας πρωτόγονος στην όψη, καμιά πενηνταριά χρονών ο οποίος συνεννοείτο άψογα στη νοηματική.

Αφήνεις εν πάση περιπτώσει το αυτοκίνητο και φθάνεις στην παραλία με τη μπλε σημαία. Ομπρέλες με ξαπλώστρες παντού. Λογικό, σε οργανωμένη παραλία κατέβηκες, δεν είναι άντε –  άντε. Πλησιάζεις κοντά και βλέπεις ότι οι ομπρελίτσες είναι της πλάκας (διαφημιστικές από εταιρείες παγωτών) ή κάτι περίεργες τρυπητές που έτσι και κάτσεις για ώρα από κάτω ακίνητος, κινδυνεύεις να βγεις δίχρωμος πουά. Επίσης , οι ομπρέλες είναι εντελώς άναρχα τοποθετημένες, λες και αυτοί που τις στερέωναν ήταν μεθυσμένοι. Οι ξαπλώστρες, αν τις έχουν σκουπίσει οι προηγούμενοι μπορεί και να είναι καθαρές, αλλιώς βάζεις πετσέτα την οποία θα πετάξεις μετά το μπάνιο. Έκατσες με τα πολλά σε μια ξαπλώστρα και πάνω που βολεύτηκες, έρχεται «το παιδί» . Το «παιδί» είναι προφανώς συγγενής του πρωτόγονου που έχει το πάρκινγκ.
– Θα καθίσετε εδώ;

      Ναι, από ότι βλέπεις.

      Ωραία, 5 ευρώ.

Του δίνω δέκα ευρώ, οπότε ο νέος βγάζει ένα μεγάλο πακέτο με χαρτονομίσματα από την τσέπη του και μου δίνει τα ρέστα, προσθέτοντας:

      Άμα θέλετε τίποτα να πιείτε, φωνάξτε με!

Αυτό είπε και δεν τον ξαναείδαμε καθόλου στις επόμενες τρεις ώρες. Όταν χρειαστήκαμε κάτι, πήγαμε στα μαγαζιά από πάνω, το παραγγείλαμε, περιμέναμε , πληρώσαμε και το κουβαλήσαμε μόνοι μας.

Σε όλη αυτή τη διαδικασία, κανένας δεν έδωσε καμιά απόδειξη για τίποτα, ούτε σε εμάς αλλά ούτε και σε διπλανές παρέες , που το σχολίασαν αναλόγως.

Τα μαγαζιά που βρίσκονται στη παραλία, είναι τα κλασικά: Τραπεζοκαθίσματα η χαρά του γύφτου, έμπειρα γκαρσόνια (πιτσιρικάδες Γυμνασίου-Λυκείου) και το κλασικό μπιτσόμπαρο με το «ντούκου-ντούκου» να αντηχεί ακόμα και στα διακόσια μέτρα από το «μαγαζί» , παρά το μέγα πλήθος που υπήρχε στην παραλία. Η μουσική στην παραλία, ήταν και το μόνο πράγμα που σου έλεγε ότι βρίσκεσαι στο 2013. Τα υπόλοιπα, ήταν η παρακμή του 1980 στις παραλίες της Αττικής.
Κρίμα για το τοπίο, για τη θάλασσα, για τους ανθρώπους που έχουν επενδύσει φτιάχνοντας δύο ωραία ξενοδοχεία στο ύψωμα, για όσους αγαπάνε αυτό τον τόπο  και ντροπή πραγματικά για το Δήμο Κεφαλονιάς, που θα μπορούσε με μικρές παρεμβάσεις να κάνει πολύ πιο εύκολη (και λιγότερο επικίνδυνη) την πρόσβαση και την παραμονή σε μια τόσο ωραία παραλία.