Μία από τις ημέρες που μένουν χαραγμένες στη μνήμη!

Α΄ Γυμνασίου. Έχουμε μιλήσει για θετικούς και αρνητικούς αριθμούς και απόλυτη τιμή αριθμού. Έχουμε κάνει (στην παράδοση) συγκρίσεις αριθμών, έχουμε μιλήσει επανειλημμένα για το τι σημαίνει αντίθετος αριθμός, έχουμε φτιάξει άξονα και τοποθέτηση θετικών – αρνητικών αριθμών και τους έχω αφήσει για το σπίτι τις ασκήσεις 3-7 του σχολικού, δηλαδή δουλειά για 10 λεπτά το πολύ , μαζί με τη «ζωγραφική» του άξονα.

Μπαίνω στην τάξη και ζητώ να δω τετράδια – βιβλία με ασκήσεις. Σχεδόν η μισή τάξη, δεν έχει κάνει όλες τις ασκήσεις γιατί «Δεν κατάλαβα κύριε πώς να τις κάνω…» . Η πρώτη σκέψη μου είναι πως τεμπέλιασαν – δεν θα είναι η πρώτη φορά. Μια που είναι Δευτέρα, είπα να μην αρχίσω με φωνές. Το πάω λοιπόν σιγά-σιγά για να ξαναεξηγήσω, αλλά ρωτώντας καταλαβαίνω πως τα παιδιά πραγματικά δεν έχουν ιδέα από τίποτα!
Δεν μπορούν να αποφασίσουν αν οι θετικοί είναι πιο μεγάλοι από τους αρνητικούς.
Δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το αριστερά από το δεξιά στον άξονα.
Πιστεύουν πως οι ακέραιοι αριθμοί ανάμεσα στο -2 και το 2 είναι το 0, το 1 και το 1,5(!!!!).
Είναι πεπεισμένα πως η απόλυτη τιμή του 10 είναι διαφορετική από την απόλυτη τιμή του +10.
Πιστεύουν πως οι όλοι οι ετερόσημοι είναι αντίθετοι, αλλά οι αντίθετοι δεν είναι πάντα ετερόσημοι.

Διδάσκω Α΄ Γυμνασίου 13 χρόνια σερί και δεν θυμάμαι ποτέ τάξη να κάνει τόσα πολλά λάθη σε ασκήσεις για προνήπια.

Όση ώρα ρωτώ δίνοντας τις απαραίτητες εξηγήσεις, αρκετά παιδιά (ευτυχώς, υπάρχουν και τέτοια…) έχουν περάσει από το στάδιο «γελάω με τις μαλακίες» στο στάδιο της αγανάκτησης από τα κουφά που ακούνε. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω ειδικά αποθέματα υπομονής και ανοχής για να μην κάνω σόου με βιβλία που πετάω στον αέρα, κιμωλίες που «σκάνε» σε θραύσματα πάνω στον πίνακα και άλλα τέτοια θεαματικά. Μετά το μισάωρο, έχω φέρει τα πράγματα σε λογαριασμό:
Ακόμα και οι πιο άσχετοι μπορούν να απαντούν σε όλα τα βασικά, οπότε αρχίζω να ρωτώ με αυξανόμενη ταχύτητα διάφορα παιδιά στην τάξη απλές ερωτήσεις. Απαντούν σωστά και αντιλαμβάνομαι ότι κάποια παιδιά αλληλοσυγχαίρονται ( στη γλώσσα τους φυσικά: «Ναι μωρέ!!», «Άντε γειά!!» , «Μπράβο ρε μεγάλε!!!»).  Είναι χαρούμενα γιατί καταφέρνουν να απαντούν σε ερωτήσεις που θα μπορούσαν να απαντήσουν ακόμα και παιδιά τρίτης δημοτικού… .

Το ότι τα παιδιά είναι – στην πλειοψηφία τους – αδιάφορα για το μάθημα και το σχολείο είναι δεδομένο πλέον. Ότι δεν καταλαβαίνουν ελληνικά είναι επίσης διαπιστωμένο, άλλωστε με έχουν αναγκάσει να περιορίσω το λεξιλόγιο μου σημαντικά προκειμένου να μην καθυστερώ με εξηγήσεις που αφορούν τη γλώσσα.
Μαθαίνω κι εγώ σιγά-σιγά να μην έχω απαιτήσεις , να μην μιλάω για παραπάνω πράγματα, να μην περιμένω έξυπνες παρατηρήσεις, να χαίρομαι με το τίποτα: το να μπορούν να ανταποκριθούν στα εντελώς βασικά.
Στις μεγαλύτερες τάξεις, η κατάσταση είναι καλύτερη, αλλά όχι πολύ καλύτερη.

Αυτό που μπορώ να προσφέρω σε αυτά τα παιδιά είναι πολύ λιγότερο από αυτό που θα ήθελα και θα έπρεπε. Ανάλογη της μικρής μου προσφοράς είναι και η ικανοποίηση που παίρνω από τη δουλειά μου. Έχω φτάσει στο σημείο να βγαίνω ψυχοπλακωμένος από την τάξη, ακόμα και αν το μάθημα έχει πάει «καλά».

Για την αναστροφή του κλίματος , δυστυχώς , δεν φτάνει η δική μου προσπάθεια.
Χρειάζεται προσπάθεια από την πολιτεία, την οικογένεια, την κοινωνία. Η πολιτεία δεν θέλει: Είναι στη φάση αποθέωσης της «ήσσονος προσπάθειας» και του στιγματισμού της αριστείας.
Η οικογένεια δεν προλαβαίνει: έχει να ανησυχεί για την εξασφάλιση του επιούσιου.
Η κοινωνία έχει πλέον διαμορφώσει άποψη: Γιατί να σπουδάσει το παιδί; Για να ξενιτευτεί; Χωρίς να συνειδητοποιεί ότι το Γυμνάσιο δεν είναι «σπουδές» , αλλά τα στοιχειώδη…

Πειράζει που θα συνεχίσω να προσπαθώ;;;  Αν δεν μπορώ να πάρω ικανοποίηση από το λειτούργημά μου, δεν αξίζει ούτε να δουλεύω, ούτε – πολύ περισσότερο – να πληρώνομαι για αυτό.