Ο διάλογος γίνεται ανάμεσα σε μένα και την πεθερά μου Μεγάλη Τρίτη:

–      Θα πάρουμε αρνί για ψήσιμο;

–      Όχι παιδάκι μου, θα μου φέρει αύριο ο Δ, μας το χρωστάει γιατί του δίνω τα χωράφια και βόσκει τα ζώα του.

–      Θα το φέρει σφαγμένο φαντάζομαι. Μην ξαναπάθουμε τα παλιά ! (Ναι, είχε χρειαστεί μεγαλοπαρασκευιάτικα να ψάχνουμε μέρος και άνθρωπο να μας σφάξει ένα δεκαπεντάκιλο ζωντανό…)

–      Όχι, αστειεύεσαι, του έχω πει να το κάνει παϊδάκια και να αφήσει μόνο τα μπούτια ολόκληρα.

Το αρνί έφτασε τελικά τη Μεγάλη Πέμπτη και ήταν και σωστά κομμένο – ας πούμε. Μέχρι την Κυριακή όμως που ήταν το ψήσιμο και η μεγάλη ήττα – για την οποία θα κάνετε λίγο υπομονή –  μεσολαβούσε το Μεγάλο Σάββατο όπου – ας είναι καλά οι πρωταγωνιστές – διασκεδάσαμε αρκούντως.

Το πρωί του Μ. Σαββάτου, 5 χρόνια πριν, σκέφτηκαν κάποιοι τοπικοί Δημοτικοί άρχοντες να αναβιώσουν το κερκυραϊκό έθιμο των «Μπότηδων». Αποφάσισαν λοιπόν , πως οι Ληξουριώτες παλιά σπάγανε στάμνες τέτοια μέρα (ψέμα) και είπαν να μιμηθούν τους Κερκυραίους. Εκείνη την πρώτη φορά, έχουν ανέβει στο μπαλκόνι του Δημαρχείου (πριν τους σεισμούς!!!) απέναντι από την κεντρική εκκλησία και ο κλητήρας του Δήμου έχει μερικές παλιοπινιάτες και ετοιμάζεται να τις σπάσει πανηγυρικά. Την ίδια στιγμή, βγαίνει από παρακείμενο κρεοπωλείο, ηλικιωμένος Ληξουριώτης πελάτης ο οποίος είναι ανυποψίαστος και προσπαθεί να διασχίσει το δρόμο παρά τα νοήματα των απέναντι. Αναβιώνει λοιπόν η σκηνή με το κανάτι από την «Θεία στο Σικάγο» με τον άνθρωπο να προσπαθεί να καταλάβει γιατί διάολο σπάνε τα κανάτια…

Οι στάμνες συνεχίζουν να σπάνε από τότε τέτοια μέρα και κάθε φορά σε διαφορετικό σημείο , προσπαθώντας να προσελκύσουν τουρίστες (!!!!). Φέτος όμως το απογείωσαν: Έφεραν έναν «παραδοσιακό γερανό» – ναι , από αυτούς που είναι για μεταφορές –  και παρουσία μέρους της φιλαρμονικής και κάποιων έκπληκτων περαστικών, αμόλησαν τις στάμνες από τον υψωμένο παραδοσιακό γερανό. Βέβαια, το δήθεν έθιμο που ανακάλυψαν τα τελευταία 5 χρόνια οι τοπικοί άρχοντες και το ακολουθούν με συνέπεια σε όλη την Κεφαλονιά, προκαλεί πολλά γέλια στους κερκυραίους , αλλά και σε όσους έχοντας καταγωγή από το νησί, έρχονται εδώ να περάσουν το Πάσχα.

Φτάνουμε στο βράδυ της Ανάστασης, στο οποίο έχουμε αποφασίσει πως θα παραστούμε οι άνδρες της οικογένειας! Η επιλογή είναι Παντοκράτορας, παρότι γνωρίζουμε ότι τα «καλά» βεγγαλικά θα σκάσουν στον Άγιο Νικόλαο, αφού όπως είπε ο συνάδελφος Διονύσης (μικρός μου γιός) «Σιγά μην περπατήσουμε 2 Km με τα κεριά αναμμένα» και μετέφρασα αυτόματα: «Σιγά μην χρειαστούμε δέκα παραπάνω λεπτά για να κάτσουμε να φάμε». Επειδή δεν είχαμε πάρει λαμπάδες και οι νονοί μας είναι είτε μακαρίτες (ο δικός μου) είτε πολύ μακριά, συμφωνήσαμε να φτάσουμε εκκλησία αρκετά νωρίτερα από τις 12. Πράγματι, πριν το ρολόι δείξει 11:45, ο υποφαινόμενος εισήλθε στον ιερό ναό (οι γιοί μου δεν το συζήτησαν καν για το ποιος θα μπει μέσα). Βρίσκομαι μπροστά στο παγκάρι με τα χρήματα στα χέρια λοιπόν όπου μια ματιά είναι αρκετή: Δεν βλέπω όχι λαμπάδες, αλλά ούτε καν μεγάλα κεριά! Ακολουθεί ο διάλογος με το δίδυμο των επιτρόπων που στέκονται πίσω από το παγκάρι:

–      Θα ήθελα τρεις λαμπάδες…

–      Δεν έχουμε λαμπάδες!

–      Μα… έστω μεγάλα κεριά;;

–      Δεν έχουμε. Τελείωσαν όλα, τα πήρανε.

Κοιτάω τα κεράκια (διαμέτρου 0,005 m) και ο επίτροπος που βλέπει την απόγνωση στο μάτι, προσπαθεί να βοηθήσει. Ανοίγει ένα συρτάρι και μου εμφανίζει τρεις λαμπάδες μήκους 60cm έκαστη, με καμένο φυτίλι, σε χρώμα σκούρο καφέ που περίσσεψαν από τη Μ. Πέμπτη – στην καλή περίπτωση, η κακή είναι να έχουν περισσέψει από κηδεία – και:

–      Μήπως θέλετε αυτά;

–      Όχι, θα προτιμήσω τα compact λευκά!

Οι γιοί βεβαίως λύθηκαν στα γέλια με τα κεράκια που τους πήγα, αλλά το καλύτερο δεν είχε έρθει ακόμα.
Ο ιερέας – σταρ βγαίνει στην εξέδρα, οι ψάλτες δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους με τα εντυπωσιακά «Ωωωωωωωωωωωωωωω!» και τη στιγμή που ο ιερέας αρχίζει να εκφωνεί το «Χριστός Ανέστη» δύο προβολείς ανάβουν και τον λούζουν με εντυπωσιακό φως, ενώ εγώ περιμένω να λειτουργήσει και το μηχάνημα που βγάζει καπνούς – Ρέμο, μπορούμε και εμείς «γατάκι» και με πιο εντυπωσιακά ρούχα!!!

Κάποτε, ξημέρωσε και η Κυριακή του Πάσχα, όπου βρίσκει εμένα να παλεύω με δύο φωτιές , κοκορέτσι και παϊδάκια – όλα καλά ως εδώ. Έχετε ακούσει ότι αν τα ζωντανά πάρουν χαμπάρι ότι πρόκειται να θανατωθούν, το κρέας τους σκληραίνει;;;
Ε  λοιπόν το δικό μας πρέπει να είχε πάρει και απειλητική επιστολή μια εβδομάδα πριν!!! Δεν έχω ξαναφάει τόσο άνοστο και σκληρό αρνί!!! Η αντίδραση του μεγάλου γιου ήταν όλα τα λεφτά. Αφού έχει φάει πρώτα το πολύ καλό κοκορέτσι, δοκιμάζει αρνάκι και εκείνη ακριβώς τη στιγμή για να μην μας στεναχωρήσει το αποφασίζει:
– Εγώ δεν πεινάω καθόλου, είναι νωρίς ακόμα !!!

Εγώ έφαγα αρνί από περιέργεια: Μήπως το πρώτο κομμάτι είχε στεγνώσει, μήπως το δεύτερο κομμάτι ήταν ανάλατο, μήπως το τρίτο κομμάτι δεν είχε ψηθεί καλά, έφτασα στο πέμπτο για να αποδεχτώ την ήττα!!!

Εντάξει, δε μείναμε νηστικοί, αλλά ήταν η τελευταία φορά που δέχομαι αρνί σφαγμένο από βοσκό κι ας είναι τζάμπα!

Όσο για τους «μπότηδες»;; Επειδή το βρίσκω υποτιμητικό, για να μην πω γελοίο, να προσπαθούμε να μιμηθούμε ξένα έθιμα, ας καθιερώσουμε ένα δικό μας: Να φτιάχνουμε πήλινα ομοιώματα πολιτικών (δεν θα δυσκολευτούμε στην απεικόνιση, όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη!) και να συναγωνιζόμαστε για το ποιος θα κάνει την πιο μακρινή βολή με αυτά!

Και του χρόνου!