Οκ, μέρα δεύτερη. Χρειάστηκε πολύς κόπος για να με πείσω να σηκωθώ από το κρεβάτι μου, περισσότερο σηκώθηκα από ντροπή γιατί σκεφτόμουν τις συναδέλφους ή και τα παιδιά να μου χτυπάνε την πόρτα για να ξυπνήσω ! Τα παιδιά είχαν ξυπνήσει (λέμε τώρα…) τα περισσότερα , οι άλλοι συνοδοί ξύπνησαν τα υπόλοιπα και βρεθήκαμε όλοι μαζί στο εστιατόριο για το πρωινό. Βαδίζοντας προς τα εκεί αμίλητος (δεν είμαι πρωινός τύπος) άκουγα ψαλμωδίες! Οργανωμένα πράγματα: Ροτόντες με ταμπελάκια «Γυμνάσιο Ληξουρίου», λευκά τραπεζομάντηλα, πολύ καλός μπουφές σε ποιότητα και ποσότητα. Μία από τις μαθήτριές μας είχε γενέθλια και κάποιος εξαιρετικά ευγενής συμμαθητής της είχε φροντίσει να υπάρχει μια τούρτα αρκετά μεγάλη για όλους. Η έκπληξη ήταν γνήσια, αφού είχαν χρειαστεί πολλά τηλεφωνήματα (και όχι μόνο…) για να βρεθεί τούρτα γενεθλίων από το πουθενά στις 8:30 το πρωί! Οι ερωτήσεις που είχαν ξεκινήσει να κάνουν τα παιδιά, εστιάζονταν στο τι ώρα θα είμαστε πίσω στην Καλαμάτα και αν θα προλάβουν να ψωνίσουν από τα μαγαζιά. Εννοείται πως δεν απαντούσα – η λειτουργία φωνής δεν είχε ξεκινήσει κανονικά. Ευτυχώς οι καλές συνάδελφοι τους έλεγαν διάφορα (επίσης δεν είχε ξεκινήσει κανονικά η δική μου λειτουργία επικοινωνίας με το περιβάλλον).
Δύο φλιτζάνια καφέ μετά, ξύπνησα επιτέλους, εγκαίρως για να αρχίσω να μετράω κεφάλια μέσα στο πούλμαν. Ξεκινήσαμε λοιπόν με πρώτο προορισμό την Πύλο, αφού πρώτα τρία παιδιά κατάπιαν κάτι μαγικά ματζούνια που είχαμε και μαζί μας στο φαρμακείο για να μην γυρίσουμε τον «Εξορκιστή» μέσα στο πούλμαν. Εννοείται πως τα παιδιά κατέλαβαν όλες τις μπροστινές θέσεις «για να μην ζαλιστούν», οπότε με το ζόρι βρήκε μία η συνάδελφος στη δεύτερη σειρά και εγώ κάθισα δίπλα στον οδηγό.

Για τον οδηγό σας τα είπα και στην αρχή: Νεαρός,  ευγενέστατος, λιγόλογος , σοβαρός και εμφανίσιμος (το τελευταίο αφορούσε τον ανήλικο θηλυκό πληθυσμό). Οπότε , η κουβέντα γινόταν με δική μου πρωτοβουλία – με εξαίρεση το σοβαρός είμαι το αντίθετο του οδηγού μας!

Φαντάστηκα πως τα παιδιά θα κοιτούν τη διαδρομή , αλλά η ησυχία μέσα στο πούλμαν ήταν ύποπτη. Πράγματι, στο πρώτο τέταρτο, τα 2/3 των μαθητών κοιμούνταν βολεμένοι όπως-όπως στα καθίσματα. Πέρασε αρκετή ώρα για να ξαναπιάσουμε το γνωστό διάλογο: Πότε φτάνουμε; Τι θα κάνουμε εκεί; Πόση ώρα θα μας πάρει να γυρίσουμε στην Καλαμάτα; Γιατί φύγαμε από το ξενοδοχείο; Γιατί δεν πάμε στα Jumbo; Γιατί δεν βάζουμε μουσική;
Ικανοποιήσαμε άμεσα το τελευταίο αίτημα- για τα υπόλοιπα περιορίστηκα να τους επαναλάβω το πρόγραμμα της εκδρομής (τελευταία φορά που τους το δώσαμε σε φωτοτυπίες μια βδομάδα πριν, από την επόμενη εκδρομή θα το δίνουμε στην αρχή της χρονιάς και θα γράφουν και τεστ σε αυτό πριν ξεκινήσουμε).
Εκεί λοιπόν που ακουγόταν απλό ροκ των μεσοδυτικών ΗΠΑ από τα ηχεία, πράγμα που για τα περισσότερα παιδιά ήταν ικανοποιητικό, κάποιοι ζήτησαν να βάλουμε ελληνικά. Ο οδηγός ικανοποίησε το αίτημα και ξαφνικά ακούστηκαν «τα καγκέλια» – ευτυχώς όχι στην original εκδοχή της Γωγώς Τσαμπά. Αυτό ήταν: Ακόμα και μία κοπέλα που κοιμόταν οριζοντιωμένη σε δύο καθίσματα, ξύπνησε και σηκώθηκε από κεκτημένη ταχύτητα να χορέψει τσιφτετέλι – ευτυχώς αντιλήφθηκε αμέσως πως ούτε ο χώρος ούτε η ώρα ούτε οι στροφές προσφέρονταν για κάτι τέτοιο και ξανακάθισε.
Μετά τα τραγούδια και πλησιάζοντας στην Πύλο, σκέφτηκα να τους πω πέντε πράγματα που αφορούσαν το μέρος και την ιστορία του, κυρίως για τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, αλλά κάθε που σταματούσα λίγο, οι ερωτήσεις ξανάρχιζαν: Πότε φτάνουμε; Που ακριβώς θα πάμε; Τι μαγαζιά έχει στην Πύλο; Θα είναι ανοικτά τα μαγαζιά όταν γυρίσουμε στην Καλαμάτα;
Ανοίγω μια μεγάλη παρένθεση για να διαλύσω τις  ψευδαισθήσεις που μπορεί να έχουν όσοι δεν είναι σχετικοί με σχολικές εκδρομές. Οι εκδρομές λοιπόν, είναι προγραμματισμένες από το Υπουργείο και τα σχολεία για εκπαιδευτικούς και παιδαγωγικούς- ψυχαγωγικούς λόγους. Οι μαθήτριες συμμετέχουν σε αυτές για εντελώς διαφορετικούς λόγους : Να αισθανθούν μεγάλες, να κουβεντιάσουν ατελείωτα ξενυχτώντας με τις κολλητές τους και ΝΑ ΨΩΝΙΣΟΥΝ! Οι μαθητές έρχονται για την παρεϊστικη ατμόσφαιρα, για να κάνουν χαβαλέ με τους φίλους τους και γιατί έρχονται τα κορίτσια. Η παρακολούθηση προγράμματος, ξεναγήσεων κ.λ.π για τα παιδιά είναι αναγκαίο κακό. Έτσι ήταν πάντα και έτσι θα είναι ό,τι και να πιστεύουν οι άνθρωποι που επιτρέπουν να γίνονται σχολικές εκδρομές. Βέβαια, η κοινωνικοποίηση που έρχεται μέσα από τη διαδικασία, είναι πολύ σημαντική και το κέρδος που σίγουρα αποκομίζουν από τέτοιες εκδηλώσεις είναι μεγάλο και αρκετό για να συνοδεύει κάποιος εκπαιδευτικός. Εδώ κλείνει η παρένθεση.

Κάποια στιγμή φτάσαμε στην Πύλο. Υπέροχο μέρος! Περιηγηθήκαμε στο λιμάνι και την κεντρική πλατεία με την αναμνηστική στήλη προς τιμήν των ξένων ναυάρχων που πολέμησαν στο Ναυαρίνο, τα παιδιά πήραν κάτι αναμνηστικά και κάποιοι από εμάς πρόλαβαν να περιηγηθούν στο μουσείο του Κώστα Τσικλητήρα που φιλοξενεί και κάποιες υπέροχες γκραβούρες του Ρενέ Πυώ με θέμα την επανάσταση του 1821 και τη γνωστή ναυμαχία. Ο φύλακας και υπεύθυνος του μουσείου, είναι κάτι που θέλω να ξεχάσω. Εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω μας, αφού είχαμε μπει (!),  με το φραπέ και το τσιγάρο στο χέρι και αποφάσισε ότι δεν είναι ανάγκη να ανέβει μαζί μας για να πει πέντε πράγματα στα παιδιά. Προτίμησε να κάτσει στο γραφείο του και να κάνει ότι τηλεφωνάει… . Από σύμπτωση μάθαμε την τελευταία στιγμή ότι η ανασκαφή στο ανάκτορο του Νέστορα ήταν κλειστή για το κοινό, οπότε ξεκινήσαμε για τη Μεθώνη.

Μισή περίπου ώρα μετά, φθάσαμε στο κάστρο της Μεθώνης. Επειδή είναι φυλασσόμενος αρχαιολογικός χώρος, προχώρησα μπροστά για να βγάλω τα εισιτήρια, αλλά ο «φύλακας» ήταν άφαντος και η είσοδος ανοικτή… . Μείναμε αρκετά στο κάστρο που εντυπωσίασε τα παιδιά με την επιβλητικότητα και το μέγεθός του, γεμίσαμε τις μνήμες των τηλεφώνων μας με φωτογραφίες και ξεκινήσαμε παρέες-παρέες για τα λεωφορεία. Είχα μείνει με τους τελευταίους και έτσι δεν ήμουν μπροστά στο σκηνικό που έγινε στο πάρκινγκ. Δύο «θερμόαιμοι» δικοί μας, πήγαν να πιαστούν στα χέρια με κάτι ντόπιους τσοπανοκαμπόηδες που βρήκαν ευκαιρία να πουλήσουν μούρη στις κοπελίτσες. Οι γυναίκες συνάδελφοι μπήκαν στη μέση και προστάτεψαν τους δικούς μας που θα τις «άρπαζαν», αλλά τρόμαξαν αρκετά και οι ίδιες με το γεγονός. Όταν εμφανιστήκαμε οι τελευταίοι, όλοι οι υπόλοιποι ήταν μέσα στα λεωφορεία και έτσι ξεκινήσαμε με τη μία – εμένα τη φάση μου την περιέγραψαν οι συνάδελφοι και αργότερα οι πρωταγωνιστές λέγοντας: Τους «είχαμε» κύριε, αλήθεια! Αν ήσασταν και εσείς εκεί …
Τους απάντησα πως αν ήμουνα και εγώ εκεί, μπορεί να τρώγαμε ξύλο ακόμα!.
Όλα καλά τελικά. Στο δρόμο του γυρισμού, κυριαρχούσε η αγωνία: Πόση ώρα θα έχουμε για φάμε και να δούμε την πόλη; (Μετάφραση: θα προλάβουμε να ψωνίσουμε ή θα τρέχουμε σαν τις τρελές; ).

Είναι απολύτως αδύνατον να εμποδίσεις παιδιά και κυρίως κορίτσια από το να κάνουν επιδρομή  σε μαγαζιά με κάθε είδους τσιμπιμπλομ. Η βόλτα στα μαγαζιά όμως με κουράζει. Θα συνεχίσουμε την επόμενη φορά !