4 Ιουλίου, μία το μεσημέρι. Στο νησί φυσάει ένας δυτικός- βορειοδυτικός άνεμος που έχει ανακατέψει τη θάλασσα , όσο ακριβώς πρέπει για να μη θέλω να την πλησιάσω. Όλες οι παραλίες είναι φουρτουνιασμένες, εκτός από μία: Λαγκαδάκια !

Η γυναίκα μου συναινεί με κρύα (λόγω θάλασσας) καρδιά και 15 λεπτά μετά είμαστε στην παραλία. Πρώτο ξάφνιασμα: Εκτός από εμάς, υπάρχουν τρία άλλα ζευγάρια ξένων , δύο Έλληνες από το χωριό που κολυμπάνε εκεί τα τελευταία 72 χρόνια και ο Μιχαλάκης ετών 16, σκαρφαλωμένος και όρθιος πάνω σε ένα βραχάκι στη μέση του κόλπου.
Ο  διάλογος είναι χαρακτηριστικός:
(Γεωργία) : Φαντάσου πόσο κρύα είναι που δεν υπάρχει ψυχή μέσα στη θάλασσα !
(Εγώ): ‘Ντάξει μωρέ, πόσο κρύα να είναι πια !
(Γεωργία): Έμπα εσύ και βλέπουμε.

Στο τρίλεπτο έχουμε στήσει ομπρέλα, έχω πάρει μια τζούρα καφέ από αυτόν που σέρνω μαζί μου σα σκύλος του Αγίου Βερνάρδου και παίρνω τα βήματα προς τη θάλασσα. Η φωνή της Γεωργίας μου δίνει θάρρος: πρέπει να είναι πάγος σήμερα ! Κανονικά, θα έπρεπε να κάνω μεταβολή και να φύγω , όμως αισθάνομαι έτοιμος να πάρω την κρυάδα.

Μπαίνω, βουτάω (όχι το κεφάλι μου , θα έμενα στον τόπο! ) και δοκιμάζω να μιλήσω: Η πρώτη προσπάθεια ήταν άκαρπη αφού μου είχε πιαστεί η ανάσα από το κρύο , οπότε αρκέστηκα να μορφάσω με τρόπο που να μοιάζει με χαμόγελο. Η Γεωργία – φυσικά – δεν ξεγελάστηκε: Κατάλαβα είπε κι άναψε τσιγάρο, αποφασισμένη να μην αποχωριστεί την ομπρέλα.

Πλησιάζω στο βραχάκι που είναι σκαρφαλωμένος ο πιτσιρικάς και καταλαβαίνω ότι ανέβηκε εκεί για να γλιτώσει από το κρύο. Προσπαθεί να βρει το θάρρος να ξαναπέσει στη θάλασσα , αλλά δεν το βλέπω να το παίρνει σύντομα απόφαση.

Κάνω μερικές απλωτές να κυκλοφορήσει το αίμα μου και συνειδητοποιώ ότι οι ξένοι που ξεροψήνονται στον ήλιο διαβάζοντας, έχουν αφήσει τα βιβλία τους και παρακολουθούν την προσπάθειά μου να παραμείνω στο νερό, όπως θα έβλεπαν ένα ακροβατικό στο τσίρκο. Δίπλα μου , ένας μπακαλιάρος πηδάει έξω από το νερό για λίγο μήπως και ζεσταθεί. Οκ, αυτό είναι ψέμα, γαύρος ήτανε.

Πέντε λεπτά μετά βγαίνω από το νερό. Οι τουρίστες έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους για μένα, έχω αρχίσει όμως εγώ να ενδιαφέρομαι για αυτούς!
Δέκα μέτρα μπροστά μας και δεξιά, καίγεται στον ήλιο ένα ζευγάρι Ρώσων λίγο πάνω από τα σαράντα κι ένας πιτσιρικάς τριών περίπου χρονών, άσπρος σαν νυφικό με κατακόκκινη καμένη πλάτη. Η σύζυγος είναι περίπου στο 1,80 , καμιά εκατοστή κιλά, ξεχειμωνιάστρα, ενώ ο σύζυγος είναι κανονικής και κρεμασμένης σωματικής διάπλασης, κόκκινος κατά τόπους. Πολλούς τόπους. Ο πιτσιρικάς έχει ένα νεροπίστολο με το οποίο καταβρέχει πανευτυχής – κλασικά – τους δικούς του, όταν ξαφνικά η κυρία σηκώνεται πάνω και δίνει ένα παράγγελμα. Αμέσως ο σύζυγος πετάγεται όρθιος βουτάει τον πιτσιρικά, του παίρνει το νεροπίστολο και του φοράει με το ζόρι μια κουλούρα σωσίβιο με παπάκια. Ο μικρός ουρλιάζει, αλλά οι γονείς έχουν βαλθεί να του κάνουν το καλοκαίρι αξέχαστο: Μπαίνουν στην παγωμένη θάλασσα σέρνοντας τον πιτσιρικά που ουρλιάζει από το κρύο πλέον. Η φωνή του παιδιού κόβεται αφού έχει χάσει την ανάσα του , ενώ ο στοργικός πατέρας που δείχνει να αισθάνεται θαλπωρή μέσα στο νερό, του πετά θάλασσα στο κεφάλι και το πρόσωπο, οπότε ο πιτσιρικάς βγάζει ακόμα πιο δυνατές σπαρακτικές κραυγές. Το ζεύγος των βασανιστών γελά και αποφασίζει ότι αρκετά διασκέδασε (με ) το παιδί.

Βγαίνουν έξω οικογενειακώς και ο πατέρας εμφανίζει ξαφνικά από το πουθενά, έναν κινέζικο πλαστικό αετό με δύο λαβές στα σκοινιά. Ναι, από αυτούς που πετάμε την Καθαρά Δευτέρα! Το επόμενο τέταρτο, το ζευγάρι προσπαθεί να φτάσει ψηλά τον αετό, στον οποίο η μπαμπάτσικη έχει προσθέσει ουρά ένα φουλάρι της. Ευτυχώς, αφήνουν ήσυχο τον μικρό , ο οποίος προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ μένοντας στη σκιά της ομπρέλας. Πάνω που έχει ανεβάσει τον αετό και η γυναίκα του τον κοιτά με θαυμασμό, κάνουν την εμφάνισή τους πίσω από κάτι βράχια όπου ήταν εξαφανισμένα, ακόμα τρία παιδιά ηλικίας 5-10 χρονών το καθένα. Κι αυτά παιδιά τους!
Εμείς έχουμε μείνει χαζοί: Οι πολύτεκνοι ξεκίνησαν από τη Ρωσία, για να έρθουν μες το κατακαλόκαιρο να αμολήσουν τα παιδιά τους στα κοφτερά βράχια και τον αετό στο γαλάζιο ουρανό και όλοι μαζί να είναι τελικά καμένοι σε διάφορα σημεία από τον ήλιο, μούσκεμα από το παγωμένο νερό αλλά πανευτυχείς!
Η απίστευτη ελληνική φύση, μεταμορφώνει τους ανθρώπους και είναι τελικά αυτή που μας κρατάει ακόμα όρθιους!

ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ σε όσους ξεκινούν τώρα τις διακοπές τους, καλό κουράγιο για τους υπόλοιπους.