Πίσω στο μακρινό 1982. Μαθητής της Γ΄ Λυκείου ο γράφων, αναζητεί μαζί με άλλους συμμαθητές πηγές χρηματοδότησης της πενταήμερης στην Κρήτη. Έχει ήδη γίνει ο κλασσικός «χορός» στην ντισκοτέκ VIDEO (στη Συγγρού, παραδίπλα από την Barbarella, αλλά λίγο πιο κυριλέ), αλλά θέλουμε κι άλλα ! Πέφτουν διάφορες ιδέες, μα την καλύτερη την έχει ο Μάκης ο Οικονόμου: Να κάνουμε συναυλία με τις «Μουσικές Ταξιαρχίες». Δεν τους έχω ακούσει, αλλά ο τρόπος που αντιδρούν δύο κνίτες συμμαθητές λίγο με «ιντριγκάρει»: Ποιον , τον Τζίμη Πανούση, τον αντιδραστικό , που βρίζει και είναι και αντικομμουνιστής;

Να μην τα πολυλογήσω, ακούω μια κασετούλα που είχε ο Μάκης με τα πρώτα τραγούδια του Τζίμη, την υπέροχη μουσική (πολύ μετά μάθαμε πως η μουσική ήταν «κλεμμένη» από τους “City” ένα γερμανικό συγκρότημα) και τους ανατρεπτικούς στίχους (κορωνίδα το πολύ αγαπητό ρεφρέν «Κι εγώ σ΄αγαπώ , γαμώ τον Χριστό μου» – δεν κάνω πλάκα) κι ενθουσιάζομαι!
Ο Μάκης που είχε μηχανάκι, με παίρνει και πάμε στην Πλάκα, στη μπουάτ που τραγουδούσε τότε το σχήμα – τώρα Zoom τη λέγανε, Skylab τη λέγανε , θα σας γελάσω –  να μιλήσουμε μαζί τους και να κλείσουμε ημερομηνία. Αφού ζοριστήκαμε λίγο μέχρι να μας αφήσουν να πάμε μέχρι τα καμαρίνια τους, ήταν και λίγο πριν αρχίσει η παράσταση, βρίσκουμε το δρόμο. Χτυπάμε πόρτα και μπαίνουμε: Τα καμαρίνια ήταν σαν διάδρομος μακρόστενα και όλο το γκρουπ ήταν μαζεμένο εκεί, οι μισοί κάθονταν στο πάτωμα και δεν έβλεπες τη μύτη σου στο ένα μέτρο από την κάπνα. Μέσα στο σκηνικό θρίλερ, ξεπροβάλλει ο Τζίμης, με τη γνωστή γενειάδα , τη σπασμένη στραβή μύτη και ρωτά πολύ ευγενικά , αν και με κάποια δόση ειρωνείας:

–      Τι θέλουν τα παιδιά εδώ;

–      Για μια συναυλία σας θέλουμε. Εκεί περίπου στο τέλος Μαρτίου. Θέλουμε να μαζέψουμε χρήματα για την πενταήμερη, από σχολείο είμαστε.

–      Θα σας αφήσουν οι καθηγητές σας να κάνετε συναυλία με μας;

–      Δεν θα τους ρωτήσουμε! Μόνο να μας πείτε τι χρήματα θέλετε…

Όταν η συζήτηση φτάνει στο χρήμα, οι υπόλοιποι που ψιλοκουβέντιαζαν, ξαφνικά σωπαίνουν. Ο Πανούσης το σκέφτεται και αφού του λέμε πως η συναυλία θα γίνει σε κινηματογραφική αίθουσα που χωρά περίπου 600 άτομα, μας λέει: Λοιπόν, εμείς θέλουμε 25.000. Αλλά ποιον θα έχετε για opening, ποιος θα ξεκινήσει για να βγούμε μετά εμείς; Μένουμε λίγο χαζοί, γιατί δεν περιμέναμε πως θα έπρεπε να βρούμε κι άλλον, αλλά ο Πανούσης, γάτα με πέταλα, το πιάνει στον αέρα και μας γλιτώνει:

–      Εντάξει μωρέ, θα πω στον Γιάννη το Ζιώγαλα, με ένα πεντοχίλιαρο ακόμα κι είμαστε εντάξει.

–      Δεν τον ξέρουμε, είναι καλός, τι τραγουδάει;

–      Μια χαρά είναι, μπαλάντες τραγουδάει και είναι πολύ καλός. Αλλά, να ξέρετε υπάρχουν δύο πράγματα ακόμα.

Εγώ βιάζομαι να κλείσουμε, γιατί λογαριάζω πως 600 άτομα με 150 το εισιτήριο είναι 90.000 , οπότε μας μένουν και 40.000, αν βγάλουμε και το ενοίκιο της αίθουσας! Αλλά προσγειώνομαι λίγο απότομα:

–      Για τη συναυλία, χρειαζόμαστε ηχητικά. Εμείς κάνουμε δουλειά με τα “ΒΟΝ STUDIOS”, θα σας δώσω τη διεύθυνση για να πάτε να τα κλείσετε. Επίσης,  θέλουμε τα μισά χρήματα μπροστά για να κλείσουμε τη συμφωνία και τα υπόλοιπα πριν τη συναυλία. Δεν είναι ότι δεν σας έχουμε εμπιστοσύνη, αλλά δεν σας έχουμε εμπιστοσύνη.

Την ατάκα τη λάτρεψα. Γελούσα ακόμα όταν βγήκαμε έξω. Τα ΒΟΝ ήταν στη Βουκουρεστίου, το πιο ακριβό μέρος για να κλείσεις ηχητικά (μας πήγαν κάπου 18.000, αν θυμάμαι καλά). Για να χρηματοδοτήσουμε τη συναυλία, βάλαμε τα λεφτά από την τσέπη μας κι εγώ δανείστηκα κι από τον πατέρα μου , μια που η σχολική κοινότητα επηρεασμένη από το λυσσαλέο πόλεμο του ΚΚΕ δεν θέλησε να βοηθήσει. Απειληθήκαμε κι ο Μάκης και εγώ από τους καθηγητές μας με αποβολή αν συνεχίζαμε, ο Θεολόγος είχε φρικάρει , αλλά εμείς το είχαμε βάλει πείσμα. Επειδή τότε όπου εμφανίζονταν οι «Μουσικές Ταξιαρχίες» έσκαγαν μύτη και όλες οι «περίεργες» φάτσες, χρειάστηκε να υποβάλλω αίτηση για αστυνομική επιτήρηση, αλλιώς ο αιθουσάρχης δεν δεχόταν να προχωρήσουμε. Μάλιστα, του είχα εγγυηθεί (του αιθουσάρχη) προσωπικά πως δεν θα επιτρέπαμε το κάπνισμα εντός, αυτός με πίστεψε (λάθος του…) , αλλά δεν έχασε τελικά!
Βλέπετε, η συναυλία έγινε με τεράστια επιτυχία, στον κινηματογράφο χώσαμε πάνω από 1000 άτομα και υπήρχε και ουρά από άλλους που τελικά δεν χώρεσαν, ο Ζιώγαλας και ο Τζίμης «τα έδωσαν όλα» , το ντουμάνι από την αίθουσα παραλίγο να φέρει την Πυροσβεστική, ο αιθουσάρχης απείλησε με μήνυση για τα καμένα καθίσματα από τις γόπες, αλλά με 10 χιλιαρικάκια ακόμα τα ξέχασε όλα, οι κνίτες έσκασαν από το κακό τους και ο Μάκης κι εγώ ανεβάσαμε κατακόρυφα τις μετοχές μας στον γυναικείο πληθυσμό του σχολείου.

Ο Τζίμης Πανούσης, πέραν του συνεχούς τρολαρίσματος  (με τους σημερινούς όρους) ήταν εξαιρετικά συνεπής, φρόντισε να μας συμβουλέψει για κάποιες κακοτοπιές, τα έδωσε όλα στη σκηνή συνεπαρμένος και από το πόσο ασφυκτικά είχε γεμίσει η αίθουσα και μας άφησε μια γλυκιά ανάμνηση. Τον θαύμαζα για τον ευφυή του λόγο και απολάμβανα το γεγονός πως διατύπωνε τις απόψεις του χωρίς να είναι «πολιτικά ορθός». Παραδεχόταν πως κι ο ίδιος ήταν μέρος του συστήματος, αλλά δεν άφηνε τίποτα όρθιο και βέβαια καμιά σχέση δεν είχε με τους  «γιαλαντζί» επαναστάτες και δήθεν προοδευτικούς καλλιτέχνες που όταν – σπάνια – κάνουν καμιά πολιτική δήλωση, παίρνουν μετά το ύφος το «ήμουν κι εγώ στο Πολυτεχνείο».

Αυτά. Φαντάζομαι, πως αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, τώρα θα έχει γίνει λίγο πιο ευχάριστη και πιο ανατρεπτική!!!!