Στοιχειωμένο χωράφι!

Στοιχειωμένο χωράφι!

 

Οι Ληξουριώτικοι κάδοι σκουπιδιών, ανήκουν όλοι σε δύο ειδικές κατηγορίες:
Στην πρώτη ανήκουν οι λεγόμενοι κάμπριο. Δεν έχουν κανένα καπάκι, όμως το πεντάλ για το άνοιγμά τους είναι στη θέση του.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα λεγόμενα ηχεία: Έχουν ένα θεόστραβο καπάκι, δεν υπάρχει πεντάλ για να τους ανοίξεις και αν κάνεις το λάθος και το αφήσεις από κάποιο ύψος να πέσει, ο θόρυβος ανασταίνει νεκρούς!
Λογικά, πρέπει να τους έχουν πάρει με το μέτρο της απόσυρσης: Οι δικοί μας είναι αυτοί που έχουν αποσυρθεί από άλλους Δήμους!
Οι κάδοι λοιπόν αυτοί , του Δήμου, όλο το χειμώνα βρίσκονται – κατά κανόνα – μπροστά από κτίρια που δεν είναι κατοικίες ή καταστήματα, μπροστά από άδεια οικόπεδα και αρκετοί μπροστά από σπίτια που δεν κατοικούνται ή κατοικούνται μόνο κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Αυτοί οι τελευταίοι, έχουν γίνει αιτία ομηρικών καυγάδων αλλά και φοβερού γέλιου για όσους τύχει να παρακολουθήσουν το «σκηνικό» που συνήθως στήνεται:
Τέσσερα χρόνια πριν , σε μια ήσυχη γειτονιά του Ληξουρίου , υπήρχε ένας κάδος που ήταν ήσυχος κι αυτός (όσο δηλαδή δεν κοπάναγαν το καπάκι του οι πιτσιρικάδες ή κανένας απρόσεκτος). Ο κάδος έμενε ήσυχος όλη την ημέρα και όλη σχεδόν τη νύχτα και εκεί γύρω στις πέντε τα ξημερώματα, ξύπναγαν όλα τα άγρια ένστικτά του. Ήταν η ώρα που οι εργάτες της καθαριότητας, τον βούταγαν από τα αφτιά, τον έσερναν με το ζόρι μέχρι τη σκουπιδιάρα, τον σήκωναν ψηλά και τον άδειαζαν, ενώ αυτός στρίγγλιζε, έτριζε, κοπάναγε και ξέρναγε το εσωτερικό του στην καρότσα του οχήματος περισυλλογής. Όμως, στη συνέχεια ηρεμούσε και έτσι μπορούσαμε και οι ευαίσθητοι που είχαμε ξυπνήσει από το θόρυβο να συνεχίσουμε τον ύπνο μας.
Ένα πρωί όμως, εκεί στις αρχές Ιουλίου, αντιληφθήκαμε μια αλλαγή: Ο θόρυβος των καθαριστών ακουγόταν πολύ πιο έντονος και τα τριξίματα του κάδου λες και ήταν μέσα στο σπίτι! Βγαίνω λοιπόν στο μπαλκόνι και βλέπω πράγματι τον κάδο να έχει έρθει σχεδόν απέναντι από το σπίτι που μένουμε. Πριν προλάβω καλά – καλά να καταλάβω πως έγινε το «θάμα» της νυχτερινής μετακίνησης, οι αντιμαχόμενες παρατάξεις έχουν ήδη λάβει θέσεις και έχουν ξεκινήσει πολιτισμένα να αλληλοκατηγορούνται. Η πρώτη παράταξη αποτελείται από τη μόνιμη κάτοικο Ληξουρίου 30 περίπου ετών (το 1970) και το συμπαθέστατο δυστυχή και αγουροξυπνημένο σύζυγό της. Η δεύτερη παράταξη συγκροτείται από την μόνιμη κάτοικο Αθήνας με Ληξουριώτικη καταγωγή η οποία είχε φθάσει αργά το προηγούμενο βράδυ, τη μητέρα της (από τις καλεσμένες στο γάμο της Κανά) , τον Αθηναίο δυστυχή και αγουροξυπνημένο επίσης σύζυγο της και με εφεδρεία ένα άλλο ζευγάρι που φιλοξενούσαν.
Η «Αθηναία» που λέτε, είχε φτάσει το προηγούμενο βράδυ και αντί να κοιτάξει να κατεβάσει τις βαλίτσες της και να τακτοποιήσει τους φιλοξενούμενους της και τα παιδιά της, είδε τον κάδο απέναντι από την πόρτα του σπιτιού της, τα πήρε στο κρανίο και μετά έβαλε τους άνδρες της παρέας να σέρνουν τον κάδο και τα περιεχόμενά του προς το μέρος που κατοικούσε η Ληξουριώτισσα. Εκείνη αντιλήφθηκε την κίνηση από βραδύς, περίμενε για αρκετή ώρα και μόλις κατάλαβε ότι οι άλλοι είχαν πέσει για ύπνο, πήρε τον άμοιρο άνδρα της και ξαναέσυραν πίσω τον κάδο. Η «Αθηναία» , που είναι γατόνι, πήρε χαμπάρι τι παιζόταν και μόλις ηρέμησαν τα πράγματα, ξαναπήγε τον κάδο στην πόρτα ακριβώς αυτή τη φορά της Ληξουριώτισσας. Εκείνη που το πήρε πρέφα, ματαξαναεπέστρεψε τον κάδο και η δουλειά επαναλήφθηκε μέχρι τα ξημερώματα ούτε κι εγώ ξέρω (ούτε κι εκείνες θυμούνταν) πόσες φορές. Γεγονός είναι ότι όταν εγώ βγήκα με τα σώβρακα στο μπαλκόνι τα ξημερώματα για να δω τι γίνεται, εκείνες ήταν εκεί ντυμένες, χτενισμένες και βαμμένη η Ληξουριώτισσα. Οι σύζυγοι, είχαν κοιμηθεί με τα ρούχα ενώ η γιαγιά της παρέας δεν είχε κοιμηθεί και δεν είχε φάει καθόλου: Οι φασαρίες την έτρεφαν και την κρατούσαν στη ζωή.
Με τόσο δυνατές παρατάξεις, καταλαβαίνετε ότι οι εχθροπραξίες διάρκεσαν πολύ ώρα. Ξεκίνησαν με απλές αντεγκλήσεις και φθάσανε στα πυρηνικά: τσακώθηκαν με τους συζύγους τους που προσπαθούσαν να τις ηρεμήσουν, «έκαναν» και οι δύο πως τηλεφωνούν στην αστυνομία, ενώ όπως αποκαλύφθηκε λίγο μετά, η καθεμία τους είχε τηλεφωνήσει και σε έναν διαφορετικό αντιδήμαρχο του – αλήστου μνήμης – Δήμου Παλικής, και τέλος έβρισαν εμένα που παρακολουθούσα ντυμένος κανονικά και πίνοντας φραπέ τον τσακωμό. Αυτό ηρέμησε τα δύο στρατόπεδα, αλλά εξόργισε τη δική μου Χαβδώτισσα σύζυγο. Την πρόλαβα πριν βγει στο μπαλκόνι , γιατί πλέον η κατάσταση θα ξέφευγε από κάθε έλεγχο.

Θυμήθηκα φέτος το περιστατικό γιατί ζούμε σε ένα άλλο σπίτι, στο τετράγωνο του στοιχειωμένου κάδου. Μέχρι πριν μερικές ημέρες, ο κάδος βρισκόταν 60 μέτρα από το σπίτι μας, στην άκρη ενός άδειου οικοπέδου και απέναντι από ένα κλειστό και με πινακίδα «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» σπίτι. Κάποια στιγμή, η πινακίδα «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» εξαφανίσθηκε και μαζί και ο κάδος από τη γωνία του σπιτιού. Τον εντόπισα την επόμενη ημέρα το βράδυ, στην άλλη γωνία από εκείνη που βρίσκεται το σπίτι. Μια ημέρα μετά, ο κάδος βρέθηκε στην αρχική του θέση και αφού τον ξαναγέμισαν σκουπίδια, ξαναεξαφανίστηκε για μια ημέρα και επανεμφανίστηκε ένα πρωί σε άλλο σημείο της περιμέτρου του τετραγώνου. Στη συνέχεια ο κάδος μετακινήθηκε εκ νέου στο κάτω μέρος του περίφημου σπιτιού. Το άσχημο είναι ότι παρά τις αλλεπάλληλες μετατοπίσεις του κάδου, τα σκουπίδια που προορίζονταν για αυτόν παρέμεναν πάντα στην αρχική θέση, ακόμα και όταν ο κάδος πήγαινε απλώς δέκα μέτρα παρακάτω! Εγώ πάλι που επιμένω να ρίχνω τα σκουπίδια μέσα στον κάδο, έχω καταντήσει να ακολουθώ τις γάτες, οι οποίες από ότι φαίνεται είναι οι μόνες που γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή που βρίσκεται ο καταραμένος!
Προχθές αργά το βράδυ, γυρίζαμε σπίτι με το αυτοκίνητο και είδα τον κάδο να ¨κινείται¨ μόνος του! Αγριεύτηκα τόσο που γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη μεριά και απομακρύνθηκα γρήγορα. Η γυναίκα μου λέει ότι τον έσπρωχνε μια κοντή από την άλλη μεριά και γιαυτό δεν είδα τίποτα ,αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να την πιστέψω: Ο κάδος είναι στοιχειωμένος και εγώ είμαι πια προετοιμασμένος για όλα !