Είχα τρία χρόνια να πάω εκδρομή με τρίτη Γυμνασίου και βρέθηκα συνοδός από σπόντα, με 63 μαθητές και τρεις γυναίκες συναδέλφους, δύο πούλμαν και δύο οδηγούς: Έναν εξαιρετικά έμπειρο αλλά απίστευτο πολυλογά και έναν εξαιρετικό νεαρό που δύσκολα του έπαιρνες κουβέντα. Η αρχηγός με τοποθέτησε στο μεγάλο πούλμαν με τον νεαρό οδηγό (για καλή μου τύχη), τα παιδιά εμφανίστηκαν στην ώρα τους, φόρτωσαν τα πράγματά τους τα αγόρια και την προίκα τους τα κορίτσια και ξεκινήσαμε με καλό καιρό και τις ευχές όλων να περάσουμε καλά.
Το πρώτο κομμάτι της διαδρομής (μέχρι τον Πόρο) πέρασε ήσυχα και χωρίς απρόοπτα. Επιβιβαστήκαμε στο πλοίο «Ζάκυνθος 1» με το οποίο είμαστε περίπου συνομήλικοι και πρέπει να είναι το παλιότερο πλοίο της ελληνικής ακτοπλοΐας. Τα πρώτα προβλήματα είχαν να κάνουν με τα καθίσματα: Απλά δεν έφταναν για όλους και έτσι αρκετά παιδιά βρέθηκαν να περιφέρονται όρθια ή να κουβαλάνε καρέκλες που εξασφάλισαν με χίλια ζόρια από πιασμένα τραπέζια. Ευτυχώς τα παιδιά είχαν καλή διάθεση και το γύρισαν στην πλάκα, αρκετά μάλιστα έκατσαν στο πάτωμα γελώντας με τα χάλια του πλοίου. Δεν έδωσαν σημασία ούτε στις ελάχιστες τουαλέτες που λειτουργούσαν, ούτε στην έντονη δυσάρεστη μυρωδιά που ανέδυαν σε όλο το πλοίο. Κάποια στιγμή, το θαύμα της σύγχρονης ναυπηγικής (επί δικτατορίας) έφτασε στο λιμάνι της Κυλλήνης και το ταξίδι για Καλαμάτα ξεκίνησε.
Λίγο μετά που βγήκαμε στην εθνική οδό Πατρών – Πύργου, το λεωφορείο μας εμφάνισε πρόβλημα στο κιβώτιο ταχυτήτων με αποτέλεσμα να μην μπορεί να «πιάσει» πάνω από 40 χιλιόμετρα την ώρα. Μετά από συνεννόηση με τον άλλο οδηγό που ήταν μπροστά , σταματήσαμε σε ένα βενζινάδικο πάνω στο δρόμο προκειμένου να κοιτάξουν μήπως διορθώσουν τη βλάβη. Τα παιδιά αποβιβάστηκαν από τα δύο πούλμαν με τις αντιδράσεις τους να ποικίλλουν από την απόλυτη απαισιοδοξία («πάει η εκδρομή μας, θα μας πουν να γυρίσουμε πίσω!» ) μέχρι το χαλαρό («Ντάξει μωρέ, φάση έχει»). Οι συνάδελφοι κράτησαν τα παιδιά μακριά από τους οδηγούς που προσπαθούσαν να βγάλουν άκρη και τις αντλίες του πρατηρίου γύρω από τις οποίες περιφέρονταν , η τουαλέτα του βενζινάδικου γνώρισε στιγμές δόξας με την ανοχή της πρατηριούχου (ευτυχώς η κυρία έδειξε μεγάλη κατανόηση αφού όπως μας είπε είχε και εκείνη παιδιά σε παρόμοια ηλικία) και εγώ έκανα το σύνδεσμο μεταφέροντας πληροφορίες από τους οδηγούς προς τον υπόλοιπο κόσμο. Τελικά, βρέθηκε ένα άλλο πούλμαν από τοπικό γραφείο για να επιβιβαστούμε και να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, ενώ ο οδηγός συνεννοήθηκε να έρθει τεχνικός επί τόπου για να διορθώσει τη μικροβλάβη – όπως αποδείχθηκε. Δύο ώρες περίπου μετά που είχε εμφανιστεί το πρόβλημα, επιβιβαστήκαμε στο άλλο πούλμαν και το ταξίδι ξαναξεκίνησε με χαμόγελα ανακούφισης από εμάς και εκατομμύρια ερωτήσεις για το πώς θα συνεχίσουμε την εκδρομή από τα παιδιά. Η ερώτηση «σε πόση ώρα φτάνουμε» πρέπει να μας υποβλήθηκε τριάντα περίπου φορές και από κάποιο σημείο και μετά έδινα σταθερά την απάντηση «Σε μισή ώρα». Όταν μου το επισήμαναν, απάντησα ότι είμαι σοβαρός άνθρωπος και δεν μπορεί να αλλάζω γνώμη κάθε λίγο.

Πραγματικά, σε κάποια μισή ώρα από τότε που με ρώτησαν φθάσαμε στο ξενοδοχείο όπου οι πρώτες (αλλά και οι επόμενες) εντυπώσεις ήταν άριστες. Τα δωμάτια μοιράστηκαν σε πέντε λεπτά και τα παιδιά ζούσαν τη στιγμή πολύ έντονα και σε διαρκή υπερένταση.  Στο σημείο αυτό πρέπει να πω δύο πράγματα για τους μαθητές που συμμετείχαν στην εκδρομή, έτσι τουλάχιστον όπως τους έβλεπα εγώ.

Να ξεκαθαρίσω πως όλοι τους είναι καλά παιδιά και κανένας μας δεν είχε παράπονο για το ήθος τους και τη συμπεριφορά τους απέναντί μας, άσχετα με τις «αταξίες» κάποιων. Επίσης να προσθέσω πως ήταν η πιο αξιοπρεπής σε εμφάνιση – παρουσία και συμπεριφορά ομάδα κοριτσιών που έχω συνοδεύσει σε εκδρομή.
Αλλά… πάντα υπάρχει και ένα «αλλά» στο τέλος. Είχαμε λοιπόν και την τριάδα που ήταν αποφασισμένη να ξεχωρίσει από όλους τους υπόλοιπους για τους σωστούς ή τους λάθος λόγους. Ο πρόεδρος , ο γραμματέας και ο τρίτος της παρέας και μασκότ της εκδρομής. Από τις κοπέλες, είχαμε μία που είναι γεννημένη για standup comedy, τις δύο που έμεναν μαζί της και επηρεασμένες από το κέφι της έκαναν διάφορες παλαβομάρες και τις «ωραίες»  που η περίεργη τριάδα είχε υπό στενή παρακολούθηση – χωρίς λόγο όπως αποδείχθηκε. Όμως και αυτοί συνέβαλλαν στο να περάσουν όλοι οι υπόλοιποι καλά , αφού η συνεχής προσπάθεια τους να κάνουν χαβαλέ ερχόταν σε σύγκρουση με την προσπάθεια μας να τους συγκρατήσουμε , πράγμα που τελικά έβγαζε γέλιο.

Η τριάδα προσπαθούσε να κάνει τα πάντα: Άλλαζαν δωμάτια σε ώρες που δεν έπρεπε, έμεναν ξύπνιοι σε ώρες που έπρεπε να κοιμούνται, πέταγαν νερόμπομπες από το μπαλκόνι, τσακώθηκαν επανειλημμένα με τον (αφελή) σεκιουριτά του ξενοδοχείου, έπαιξαν μαζί με άλλους 15 αμερικάνικο ποδόσφαιρο μέχρι που εξαντλήθηκαν και γενικώς έκαναν αισθητή την παρουσία τους με τον τρόπο που θεωρούσαν ότι είχαν χρέος να κάνουν. Τα υπόλοιπα παιδιά απλά περνούσαν καλά γελώντας με τις παλαβομάρες των λίγων και κάνοντας χαβαλέ.

Η επίσκεψη σε μουσείο την πρώτη μέρα ματαιώθηκε λόγω της καθυστέρησης και επειδή για τρεις ώρες βρεθήκαμε στο ξενοδοχείο με ένα μόνο πούλμαν στη διάθεσή μας. Η έξοδος ήταν πολύ αργά το μεσημέρι για φαγητό στην παραλία (στέναξαν τα hamburgers και τα πιτόγυρα) και νωρίς το βράδυ στο κέντρο της Καλαμάτας. Σε αυτή τη δεύτερη βόλτα, το εντυπωσιακό ήταν τα κορίτσια που προσπαθούσαν να εντοπίσουν τη θέση όλων των μαγαζιών με γυναικεία ρούχα , φτάνοντας στο σημείο να φωτογραφίζουν (!!!) τις προσόψεις τους ώστε να τα ξαναβρούν την επόμενη μέρα. Τα αγόρια περιορίστηκαν σε ερωτήσεις του τύπου «Που έχει Public;» και «που έχει πιτσαρία;». Πήγαμε την Αριστομένους (ο κεντρικό δρόμος της πόλης) από την αρχή μέχρι το τέλος της και το ανάποδο βλέποντας κόσμο και δύο happenings : Μια μαθητική συναυλία του ΚΚΕ και μια σύναξη παρέας στον πεζόδρομο όπου τρία- τέσσερα παλικάρια χόρευαν με ξένη μουσική κάνοντας περισσότερο ακροβατικά και λιγότερο χορό, ενώ στο τελείωμα το γύρισαν σε καλαματιανό (τι άλλο;) με διάφορους περαστικούς να χορεύουν. Η επιστροφή στο ξενοδοχείο έγινε νωρίς, άλλωστε και τα παιδιά αυτό περίμεναν ! Η συμφωνία ήταν ελεύθερο πέρα-δώθε στα δωμάτια μέχρι τις δύο και μετά νανάκια ο καθένας στο δωμάτιο του. Από την υπερένταση, δεν ήξεραν τι να πρωτοκάνουν και που να πρωτοτρέξουν. Μέναμε σε τρία διαφορετικά αλλά γειτονικά συγκροτήματα,  που σχημάτιζαν μια εσωτερική αυλή με γκαζόν και διαδρόμους στρωμένους με πέτρα. Τα περισσότερα παιδιά φόρεσαν τις φόρμες – πυτζάμες τους και ξεκίνησαν τα πέρα-δώθε κάνοντας και την ανάλογη φασαρία. Ο άνδρας της ασφαλείας του ξενοδοχείου είπε να ξεκινήσει δυναμικά απαγορεύοντας την έξοδο παιδιών από τα δωμάτια τους, αλλά είχαμε μια συζήτηση όπου του εξήγησα ότι δεν είναι φυλακισμένοι αλλά πελάτες και πως θα ήμασταν και εμείς έξω μαζί του να προσέχουμε. Οι παρατηρήσεις μας ήταν του στυλ: Μην περπατάτε έξω ξυπόλυτοι, μην παίζετε μπάλα στα σκοτεινά, μην βγάζετε βόλτες τις σανίδες από τα κρεβάτια που διαλύθηκαν, μην πετάτε τα μπαλόνια με το νερό στα κεφάλια των  συμμαθητών σας, σταματήστε να τρώτε πατατάκια βραδιάτικα , μην τσακώνεστε με τον σεκιουριτά και ΜΗΝ ΦΩΝΑΖΕΤΕ σαν να είστε στο χωράφι του παππού σας!   Οι συνοδοί καθίσαμε παρέα σε μέρος που να βλέπουμε όλα τα δωμάτια αλλά δεν καταφέραμε να κάνουμε ούτε μια κουβέντα της προκοπής. Στις δύο το βράδυ, πάντως, πήγαμε δωμάτιο-δωμάτιο και τακτοποιήσαμε το λαό. Εννοείται πως η νύχτα δεν είχε τελειώσει αφού οι τρεις περίεργοι ήταν αδύνατο να ηρεμήσουν και να κάνουν ησυχία ! Ξανατσακώθηκαν με τον φύλακα ασφαλείας (ο οποίος για λίγο πίστευε πως είχε να κάνει με κακοποιούς και όχι με μαθητές) αλλά η παρεξήγηση λύθηκε με κουβεντούλα . Η ησυχία επιβλήθηκε οριστικά κατά τις 3:45 τα ξημερώματα – όχι πως είχαν κοιμηθεί όλοι βέβαια, αλλά τουλάχιστον δεν φώναζαν και δεν κυκλοφορούσαν. Κάποια στιγμή λιποθυμήσαμε-κοιμηθήκαμε όλοι, ψόφιοι αφού κοντεύαμε να συμπληρώσουμε 24-ωρο χωρίς ύπνο.
Η δεύτερη μέρα της εκδρομής, αργότερα !