Από τον ΓΑΠ στον Άδωνι, η λίστα με τους αντικαπνιστές ανθρώπους της εξουσίας  που θέλουν να βγάλουν χρήματα από τους καπνιστές, μεγαλώνει. Έτσι λοιπόν, όσοι πάνε στα μπουζούκια ή στο καζίνο, μπορούν (αφού σε αυτούς τους χώρους προβλέπεται η δυνατότητα) να καπνίσουν στην έξοδό τους, ενώ όσοι πάνε για καφέ ή για φαγητό σε κάποιο συνηθισμένο μαγαζί, απαγορεύεται.
Ωραία! Λογικό ρε καραγκιόζηδες! Όσοι δηλαδή έχουν να πληρώσουν από 100 € το κρανίο και πάνω, έχουν δικαίωμα να διασκεδάσουν όπως τραβάει η όρεξή τους, ενώ εμείς οι υπόλοιποι θα πρέπει να μιζεριάζουμε ή να ξεπαγιάζουμε σαν τους κρυόκωλους Άγγλους που αυτομαστιγώνονται καπνίζοντας έξω από τα μαγαζιά που πηγαίνουν. Στην πατρίδα τους εννοείται, γιατί εδώ, μια παρέα πιωμένων Άγγλων σε μαγαζί, είναι ικανή να σε κάνει να κόψεις ποτό και τσιγάρο με μία κίνηση.

Ο καθηγητής της νομικής  Γιάννης Πανούσης, όταν είχε πρωτοβγεί ο εισαγόμενος νόμος, είχε πει ότι για να εφαρμοσθεί, πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, ο κόσμος να είναι πεπεισμένος για το δίκαιο του νόμου και δεύτερον , η πολιτεία να έχει τρόπους να επιβλέψει την τήρησή του και να επιβάλλει ποινές στους παραβάτες. Ο λόγος που ο συγκεκριμένος νόμος δεν έχει στην πράξη εφαρμοσθεί αποτελεσματικά σχεδόν πουθενά , είναι ότι καμιά από τις δύο προϋποθέσεις δεν υπήρχε.

Τώρα που πλησιάζουν οι γιορτές, ο βιβλιοπώλης υπουργός που έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό την περίοδο που η σύζυγός του υπέβαλλε kinkyερωτήσεις σε τηλεπαιχνίδι , αποφάσισε να απαιτήσει την εφαρμογή του νόμου, εξαγγέλλοντας τσουχτερά πρόστιμα σε βάρος της πλέμπας που έχει το θράσος να θέλει να καπνίσει μέσα στα κουτούκια και τις πιτσαρίες.

Το αμερικάνικο μοντέλο υποκρισίας σε όλο του το μεγαλείο. Το κράτος κόπτεται για την υγεία των πολιτών που αφήνει να ξεπαγιάζουν από την υπερφορολόγηση των καυσίμων. Ο  Γεωργιάδης έχοντας εξοργίσει με τις μαλακίες του ασφαλισμένους, γιατρούς, βιομήχανους και άπορους (πρόκειται για παγκόσμιο ρεκόρ) θέλει τώρα να μείνει στην ιστορία σαν ο άνθρωπος που έκοψε το τσιγάρο στους Έλληνες.

Τα θαύματα στην Ελλάδα κρατάνε τρεις μέρες, άντε τρεις βδομάδες. Ο καραγκιοζάκος με την τσιριχτή φωνή , θα μας ζορίσει λίγο μέσα στις γιορτές και μετά θα μας αφήσουν πάλι ήσυχους, μέχρι να ξαναξυπνήσει ο επόμενος βλαμμένος ή μέχρι να μην έχει μείνει κανένας που να μπορεί να αγοράσει τσιγάρα.

Περαστικά μας, να τους χαιρόμαστε.